Η ρίζα της ρεφλεξολογίας

Συντάκτης: Christine Issel

Πολλοί συγχέουν τη ρεφλεξολογία με τη μάλαξη, όμως είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι -κάθε μια με τα δικά της ισχυρά σημεία. Και οι δυο, όπως πολλές θεραπείες (χειροπρακτική, οστεοπαθητική και άλλες σωματικές αγωγές) περιλαμβάνουν τη χρήση των χεριών για την εφαρμογή ειδικών τεχνικών, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την ευεξία του πελάτη.

Από ιστορικής άποψης, η ρεφλεξολογία συγγενεύει περισσότερο με την οστεοπαθητική παρά με τη μάλαξη, τόσο στη θεωρία όσο και στις τεχνικές. Η οστεοπαθητική, που αναπτύχθηκε από τον Andrew Taylor Still το 1874, υποστήριζε μια άμεση σχέση μεταξύ των διαταραχών της κινητικότητας των αρθρώσεων και την συμπτωματολογία. Επιπλέον, ο Still ανέπτυξε τη θεωρία ότι το αυτόνομο νευρικό σύστημα, με κάποιο τρόπο εμπλέκεται στις μεταβολικές αλλαγές των μαλακών ιστών. Ο στόχος της οστεοπαθητικής δεν είναι να αντιμετωπίσει άμεσα οργανικές παθήσεις, αλλά να βελτιώσει τη δομική λειτουργία, τον μυϊκό τόνο, να ανακουφίσει από την ένταση και να επαναφέρει τη χαλάρωση στο σώμα. Όπως εξηγεί ο οστεοπαθητικός ιατρός Δρ Myron Beal «…κάθε σύσπαση ή συμφόρηση παρεμποδίζει της ζωτικές λειτουργίες και τις κανονικές λειτουργίες των ιστών. …Η περιοχή της σπονδυλικής στήλης από την οποία ξεκινούν τα νεύρα που συνδέονται με κάθε όργανο ή περιοχή του σώματος, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής κατά την οστεοπαθητική αγωγή.»[1] Η οστεοπαθητική δεν εφαρμόζεται συνήθως στην θεραπεία μολυσματικών νόσων αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί παράλληλα με άλλες θεραπείες λόγω της επίδρασης της στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα, στην κυκλοφορία του αίματος και στην έκκριση ορμονών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Eunice Ingham είχε γνώση αυτών των εννοιών, αν όχι λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος και αναζητήσεων, τότε σίγουρα κατά τη διάρκεια της εργασίας της στην κλινική του Νοσοκομείου Οστεοπαθητικής στο St. Petersbourg της Φλώριδας και της συνεργασίας της με τον οστεοπαθητικό Δρα Joe Shelby Riley στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Επίσης κατά την δεκαετία του ’50 ήταν προσκεκλημένη ομιλήτρια στο American School of Osteopathy. Η Ingham αναφέρεται σε έννοιες της οστεοπαθητικής και της χειροπρακτικής καθώς και σε έρευνες, στο βιβλίο της Stories The Feet Have Told (Ιστορίες που Έχουν Αφηγηθεί τα Πόδια). Σε μια ενότητα που ονομάζεται “Έννοιες Οστεοπαθητικής” η Ingham γράφει, «Βλάβη της σπονδυλικής άρθρωσης (spinal lesion) σημαίνει μια αφύσικη έλξη στον μυϊκό ιστό. Αν μπορέσουμε να χαλαρώσουμε την υπερβολική τάση μέσω της επαφής με συγκεκριμένο αντανακλαστικό στο πόδι, βοηθάμε στην διόρθωση της βλάβης.»[2] Σε αυτή τη δήλωση η Ingham συνδυάζει δυο θεμελιώδεις έννοιες της οστεοπαθητικής και της ρεφλεξολογίας -τις βλάβες και τα αντανακλαστικά.

ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ CHAPMAN

Ανακαλύφθηκαν από τον οστεοπαθητικό Δρα Frank Chapman D.O. Είναι επώδυνα σημεία που βρίσκονται σε όλο το σώμα, τα οποία όταν ψηλαφούνται, ο ίδιος πίστευε πως μπορούσαν να οδηγήσουν στην θεραπεία νόσων. Στην δεύτερη έκδοση του βιβλίου An Endocrine Interpretation of Chapman’s Reflexes ο οστεοπαθητικός Fred Mitchell αναφέρει, «Οι Δρες Chapman και Owens θεωρούσαν πως αυτά τα αντανακλαστικά ήταν κλινικά χρήσιμα με τρεις κυρίως τρόπους: 1) για διάγνωση 2) για να επηρεάσουν την ροή των υγρών, κυρίως της λέμφου, και 3) για να επηρεάσουν τη λειτουργία των σπλάχνων (οργάνων) μέσω του νευρικού συστήματος»[3]

Σε γενικές γραμμές, τα αντανακλαστικά του Chapman βρίσκονται στον μαλακό ιστό, σε διάφορα σημεία εκατέρωθεν του στέρνου, στην εγγύς κεφαλή του βραχιόνιου, στην απομακρυσμένη και εγγύς κλείδα, στην ινιακή κορυφογραμμή, στους αυχενικούς σπονδύλους, στις πλευρές, στην ωμοπλάτη, στους θωρακικούς, οσφυϊκούς, ιερούς, κοκκυγικούς σπονδύλους, στη λεκάνη, στην ήβη, στην περόνη, και στην έσω κεφαλή της κνήμης. Όταν στη νόσο εμπλέκεται όργανο, το σημείο από το οποίο το αυτόνομο νευρικό γάγγλιο εξέρχεται από τη σπονδυλική στήλη προς το όργανο γίνεται ένα από τα αντανακλαστικά που πρέπει να ψηλαφηθούν.

Κατά τον Mitchell, «ο όρος “Αντανακλαστικά του Chapman” δεν είναι παρά ένα όνομα που δόθηκε σε αυτά τα όργανα υποδοχείς, λόγω του οστεοπαθητικού που ανακάλυψε τη διαγνωστική και θεραπευτική τους αξία όσον αφορά τη θέση και την αντιμετώπιση της ασθένειας.”»[4] Εφ’όσον τα Αντανακλαστικά του Chapman βρίσκονταν σε όλο το σώμα, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ένα αντανακλαστικό είναι μια δομή ή ένα σημείο στο δέρμα. O Leon Chaitow σημειώνει στο Soft Tissue Manipulation ότι τα “αντανακλαστικά” έχουν πολλά ονόματα: η Janet Travell, MD, και οι συνεργάτες της τα αναφέρουν ως σημεία πυροδότησης (trigger points)· o Myron Beal ως σπλαχνοσωματικά αντανακλαστικά (viscerosomatic reflexes)· ο Terrence Bennet, D.C, ως νευροαγγειακά σημεία (neurovascular points)· ο M. Gutstein, MD, ως μυοδυσνευρικά[*] σημεία (myodysneuric points)· ο Irvin M. Korr, Ph.D. ως τμήματα διευκόλυνσης (facilitated segments) και αναφερόμενη δυσλειτουργία· και στον βελονισμό αναφέρονται ως σημεία τσούμπο (tsubo points), όμως όλοι μιλούν για τα ίδια φαινόμενα.

Συγχρόνως εθεωρείτο ότι η ψηλάφηση δημιουργεί κάποιου τύπου αντανακλαστική δράση. Όπως ο Chapman, έτσι και η Ingham χρησιμοποιεί τον όρο reflex (αντανακλαστικό) για να περιγράψει μια ευαίσθητη περιοχή, ενώ συγχρόνως τον χρησιμοποιεί για να περιγράψει τη φυσιολογική διαδικασία που δημιουργείται από μια αντανακλαστική δράση. Εξηγώντας τα προκύπτοντα αποτελέσματά της, η Ingham γράφει, «Δοκιμάστε αυτή την απλή μέθοδο δημιουργίας αντανακλαστικής δράσης (δια χειρισμών) μέσω των νευρικών απολήξεων στα πέλματα».[5] Εδώ αναφέρεται σε αντανακλαστική δράση. Κατόπιν, όπως ο Chapman, δημιούργησε χάρτες όπου απεικονίζονταν τα σημεία που μπορούν να ψηλαφηθούν για να  προσεγγιστούν τα όργανα και τα ονόμασε επίσης reflexes (αντανακλαστικά).

Ο ίδιος ο Chapman τόνιζε ότι τα αποτελέσματα θα ήταν πιο γρήγορα και λιγότερο επώδυνα αν εφαρμόζετο ήπια και όχι έντονη πίεση στα αντανακλαστικά σημεία. Ο πραγματικός χρόνος που ο ασκών δούλευε σε ένα συγκεκριμένο σημείο μπορεί να κυμαίνονταν από 20 δευτερόλεπτα έως δυο λεπτά ή περισσότερο. Ο Mitchell τονίζει ότι η υπερθεραπεία κουράζει το αντανακλαστικό τόξο και εκμηδενίζει την ευεργετική επίδραση που δημιουργείται. Ωστόσο, προειδοποιούσε ότι η αναποτελεσματική ή ανεπαρκής εργασία παράγει φτωχά αποτελέσματα. Ενώ ενθάρρυνε τους μαθητές του να μην ξεχνούν την αλληλεπίδραση μεταξύ των συστημάτων των οργάνων, τους συμβούλευε να δουλεύουν το κάθε σύστημα με τη σειρά που υπάρχει στο σώμα. Για παράδειγμα, «δουλεύετε το απομακρυσμένο κόλον πριν από το εγγύς κόλον».[6]

Η 2η έκδοση των Αντανακλαστικών του Chapman περιέχει ένα πρόλογο όπου προτείνει, όταν μελετά την αντανακλαστική εργασία, ο σπουδαστής 1) να μαθαίνει κάθε αντανακλαστικό βάσει θέσης και όχι μέσω της αίσθησης της αφής, 2) να μαθαίνει τα αντανακλαστικά ανά ομάδες (συστήματα), κάθε μια με τη σειρά και 3) να φροντίζει να περιλαμβάνει τον ενδοκρινή αδένα, συγχρόνως με τη νευρική και αιματική παροχή που σχετίζονται με τη δυσλειτουργία.[7]

Αυτά τα τρία σημεία υιοθετήθηκαν από την Ingham για τη ρεφλεξολογία. Επίσης, η οργάνωση των κεφαλαίων στα βιβλία της Ingham και του Chapman είναι παρόμοια. Κάθε κεφάλαιο καλύπτει μια παθολογία και αναφέρονται τα σημεία που πρέπει να δουλευτούν.

ΣΧΕΣΗ ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟΥ

Τη λειτουργία του οργανισμού συντονίζουν δυο διαφορετικά συστήματα. Το νευρικό σύστημα λειτουργεί χρησιμοποιώντας ηλεκτρικά ερεθίσματα, ενώ το ενδοκρινικό χρησιμοποιεί χημικές ουσίες που ονομάζονται ορμόνες. Στο νευρικό σύστημα υπάρχουν αισθητήριοι νευρώνες που μεταφέρουν νευρικά ερεθίσματα από διάφορες περιοχές του σώματος προς το κεντρικό νευρικό σύστημα. Ορισμένοι αισθητήριοι νευρώνες ενεργοποιούνται απευθείας από ερεθίσματα ενώ άλλοι ενεργοποιούνται έμμεσα από ειδικά κύτταρα ή νευρώνες που ονομάζονται υποδοχείς.

Η οστεοπαθητική θεωρία συμπεραίνει ότι αν υπάρχει βλάβη στον μαλακό ιστό της σπονδυλικής στήλης, ένα ερέθισμα μέσω ψηλάφησης θα προκαλέσει μια αντανακλαστική δράση, που με τη σειρά της θα προκαλέσει μια σωματική αντίδραση στα όργανα που νευρώνονται από τα γάγγλια του αυτόνομου νευρικού συστήματος.  Ο Chapman συνέδεσε με αυτή τη θεωρία τους υποδοχείς και το ρόλο που παίζουν στο ενδοκρινικό σύστημα. Υπάρχει όντως επικοινωνία εντός των υποδοχέων και ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Chapman ήταν ο πρώτος που συνέδεσε την ενδοκρινολογία του σώματος με την έννοια των αντανακλαστικών, ως μια από τις αρχές της οστεοπαθητικής. Στο εν πολλοίς άγνωστο βιβλίο της, Ζωνοθεραπεία, η Εφαρμογή της στους Αδένες και Συναφείς Παθήσεις, (Zone Therapy, Its Application to the Glands and Kindred Ailments) η Ingham επίσης χρησιμοποιεί αυτή τη θεωρία, όταν αναφέρεται στην υπόθεσή της σχετικά με τον μηχανισμό δράσης της ρεφλεξολογίας. «Ας διατηρούμε ανοιχτό, δεκτικό μυαλό σε ό,τι αφορά κάθε βοήθεια ή προτάσεις που μπορούμε να λάβουμε σχετικά με την επιστημονική εξήγηση της σχέσης μεταξύ αυτών των νευρικών απολήξεων και της άμεσης σύνδεσής τους με τους αντίστοιχους ιστούς. Είναι πιθανό ότι μέσω των αυτόνομων (ΣτΜ: autonomics) οι ενδοκρινείς αδένες ασφαλώς επηρεάζονται με τέτοιο τρόπο που δημιουργείται μια καλύτερη συνέργεια μεταξύ των διαφόρων σημαντικών αδένων του εν λόγω συστήματος.»[8]

Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΟΣΤΕΟΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ

Ένα ενδιαφέρον σημείο στο έργο του Chapman είναι ότι τα πόδια και τα χέρια δεν αναφέρονται ως περιοχές που πρέπει να δουλεύονται. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι υπάρχει πλήθος νευρικών απολήξεων στα πέλματα και στις παλάμες. Ο Δρ Joe Shelby Riley, ίσως κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και προσάρμοσε το σκεπτικό του Chapman (το οποίο γνώριζε από την εκπαίδευση του στην οστεοπαθητική) στα πόδια και στα χέρια, συνδυάζοντας τα αντανακλαστικά με την εργασία του Fitzgerald στις ζώνες. Οι χάρτες του Riley είναι οι παλαιότεροι που χαρτογραφούν τα διάφορα “αντανακλαστικά” σημεία στα πόδια. Το έργο του Riley βελτιώθηκε περαιτέρω, επεκτάθηκε και διαδόθηκε από την Igham, που εργάστηκε ως βοηθός του για αρκετούς μήνες, δυο συνεχείς χειμώνες στη Φλόριδα, πριν από την έκδοση του πρώτου της βιβλίου.

Λαμβάνοντας υπ’ όψη τις έννοιες του Chapman, η ψηλάφηση στους υποδοχείς των ποδιών πιθανόν να υποστηρίζει τις ίδιες αρχές. Πρώτον, η ευαισθησία στους μαλακούς ιστούς των ποδιών, (π.χ. πόνος κατά την πίεση) πιθανόν να επηρεάζει το σώμα, καθώς ο συνδετικός ιστός δημιουργεί βλάβες και επηρεάζει αρνητικά την βιο-μηχανική κίνηση. Η εξάλειψη της βλάβης της άρθρωσης, σε συνδυασμό με την ορμονική ενεργοποίηση και την ενδοκρινική αντίδραση που αυτή προκαλεί, η ενεργοποίηση του κυκλοφορικού και λεμφικού συστήματος καθώς και όλων των συστημάτων, καθιστούν τη ρεφλεξολογία μια πολύ ισχυρή και ολιστική αγωγή. Επιπροσθέτως, η σωστή ευθυγράμμιση των αρθρώσεων μέσω της Ρεφλεξογνωσίας δημιουργεί ανακούφιση από τις εντάσεις στις τμηματικές δυσλειτουργίες των δερμοτομίων, έχοντας ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση της μυϊκής και νευρικής έντασης σε όλο το σώμα. Η μείωση του πόνου επέρχεται καθώς η δράση των υποδοχέων ομαλοποιείται προς την κατεύθυνση φυσιολογικού μυϊκού τόνου. Η χαλαρωτική διαδικασία έχει ανοδικό αντίκτυπο στη σπονδυλική στήλη και διαμέσου των γαγγλίων του αυτόνομου νευρικού συστήματος, στα όργανα και σε άλλες περιοχές του σώματος, λόγω των στενών δεσμών μεταξύ του κεντρικού νευρικού συστήματος και του αυτόνομου νευρικού συστήματος.

Η Ingham το θέτει πιο απλά στο Stories the Feet Have Told (Ιστορίες που Έχουν Διηγηθεί τα Πόδια) λέγοντας, «Αν βρεθεί ευαισθησία -σε οποιοδήποτε επίπεδο- στα αντανακλαστικά του ποδιού που σχετίζονται με τη σπονδυλική στήλη, τότε εφαρμόζοντας σε αυτή την περιοχή αυτού του είδους τη μάλαξη συμπίεσης (compression massage), θα χαλαρώσετε την μυϊκή ένταση που υπάρχει γύρω από τον σπόνδυλο.»[9] Στην ουσία, οι μηχανισμοί στους οποίους έχει επιδράσει ο ασκών, περιλαμβάνουν δομική ευθυγράμμιση που προκαλεί μείωση εντάσεων στην περιτονία, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της κυκλοφορίας του αίματος και μείωση του πόνου, βελτιώνοντας με αυτό τον τρόπο τη συνολική υγεία.

ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΨΗΛΑΦΗΣΗΣ

Μια άλλη σύνδεση μεταξύ της ρεφλεξολογίας και της οστεοπαθητικής βρίσκεται στην ορολογία τους. Συνήθως η ψηλάφηση προϋποθέτει ήπιο και βαθύ άγγιγμα. Με αυτό τον τρόπο ανακαλύπτουμε τις αλλαγές που γίνονται στο δέρμα και στον υποδόριο ιστό. Η ήπια επαφή μπορεί να είναι παθητική, όπου τα δάχτυλα ακουμπούν ελαφρά στο δέρμα, ή ενεργητική, όπου τα δάχτυλα κινούνται από περιοχή σε περιοχή. Ο Beal σημειώνει, «Στο βαθύ άγγιγμα, τα δάχτυλα συμπιέζουν την επιφάνεια του δέρματος, ψηλαφώντας διαμέσου του δέρματος τους υποδόριους ιστούς, φτάνοντας στον επιφανειακό μυ. Περαιτέρω συμπίεση οδηγεί σε ψηλάφηση των εν τω βάθει μυών, της περιτονίας και του οστού. Η εν τω βάθει ψηλάφηση χρησιμοποιεί δυνάμεις συμπίεσης και διάτμησης. Η συμπίεση εφαρμόζεται κάθετα στην επιφάνεια του δέρματος. Η διάτμηση εφαρμόζεται παράλληλα με την επιφάνεια του δέρματος. Σε κάποιες περιπτώσεις, στο πλαίσιο της εξερεύνησης της υφής του εν τω βάθει ιστού, η βαθειά ψηλάφηση συνδυάζει συμπίεση και διάτμηση.»[10]

Σημειώστε τη χρήση του όρου συμπίεση. Στην παραπάνω δήλωση της, η Eunice Ingham περιέγραψε την εργασία της ως “αντανακλαστική μέθοδο μάλαξης συμπίεσης” (reflex method of compression massage) πριν να καταλήξει στον όρο ρεφλεξολογία. Η χρήση του όρου συμπίεση, σε συνδυασμό με τη λέξη μάλαξη, δείχνει ότι δεν αναφερόταν σε Σουηδική μάλαξη. Η μεταγενέστερη χρήση από την Ingham του όρου ρεφλεξολογία, δείχνει ότι θεωρούσε την εργασία της ως μια μελέτη των αντανακλαστικών και της αντανακλαστικής δράσης. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι οι τεχνικές και η ονοματολογία που χρησιμοποιούνται από τους ρεφλεξολόγους είναι στενά συνδεδεμένες με αρχές και “αντανακλαστικά” της οστεοπαθητικής, και όχι της μάλαξης όπως κάποιοι ισχυρίζονται. Η οστεοπαθητική συνεισφέρει στη ρεφλεξολογία:

  • τους όρους, τις τεχνικές και τις θεωρίες των αντανακλαστικών, των αντανακλαστικών δράσεων, των βλαβών (lesions) και της συμπίεσης,
  • τη σημασία των γαγγλίων του αυτόνομου νευρικού συστήματος που νευρώνουν τα όργανα και το ενδοκρινικό σύστημα,
  • τεχνικές αφής και χειρισμούς μαλακών μορίων στα αντανακλαστικά,
  • μια ολιστική προσέγγιση της ασθένειας μέσω της μελέτης των συστημάτων του σώματος, χρησιμοποιώντας την αφή.

Ενώ με μια πρώτη ματιά δείχνει να ισχύει το αντίθετο, η θεωρία της οστεοπαθητικής και οι τεχνικές της παρουσιάζουν περισσότερες ομοιότητες με τη ρεφλεξολογία παρά με αυτές της μάλαξης, τόσο όσον αφορά τη θεωρία όσο και τις τεχνικές. Απλά οι ρεφλεξολόγοι επικεντρώνουν την εργασία τους στα πόδια και στα χέρια αντί της σπονδυλικής στήλης και του κορμού.


[1] Beal, Myron, C. “Osteopathic Basics”, Journal of the American  Osteopathic Association, τόμος 79, τεύχος 7, Μάρτιος 1980, σελ. 458

[2] Ingham, Eunice. Stories the Feet Have Told, Ingham publishing, St. Petersburg, FL, 1951, σελ. 30.

[3] The Interpreter. An Endocrine Interpretation of Chapman’s Reflexes, 6th printing, American Academy of Osteopathy, Newark, OH, 1992, σελ. iii.

[4] Ό.π., σελ. 2.

[5] Ingham, Stories the Feet Can Tell, Ingham Publishing, St. Petersburg, FL, 1938, Introduction.

[6] The Interpreter, σελ. iv.

[7] Ό.π., σελ. iv.

[8] Ingham, Eunice. Zone Therapy, Its Application to the Glands and Kindred Ailments, Rochester NY, 1945, σελ. 29.

[9] Ingham, Stories the Feet Can Tell, σελ. 30-31.

[10] Beal, σελ. 458.


Η Christine Issel, M.A., με εκτενές υπόβαθρο άνω των 30 ετών στη ρεφλεξολογία, λειτουργεί ως σύμβουλος και εισηγήτρια σχετικά με όλα τα θέματα που αφορούν στη ρεφλεξολογία, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Έχει συγγράψει το βιβλίο: Reflexology: Art, Science and History, και με την Sandi Rogers το Reflexognosy: A Shift in Paradigm. Επίσης είναι εκδότης του περιοδικού του Αμερικανικού Συμβουλίου Πιστοποίησης Ρεφλεξολογίας, Reflexology Today. Επιπλέον είναι διεθνής εισηγήτρια, διοργανωτής συνεδρίων, ιδρυτής σωματείων και οργανώσεων και συμμετέχει σε πολλά διοικητικά συμβούλια ως νομοθετικός συνήγορος.


[*] ΣτΜ: Η μετάφραση του όρου myodysneuric είναι πιθανόν αδόκιμη αλλά δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί σε ελληνικό κείμενο.


Το άρθρο αποτελεί μετάφραση του πρωτότυπου και δημοσιεύεται κατόπιν ευγενικής αδείας της συγγραφέως.
Πρωτότυπο άρθρο: http://reflexology-usa.org/information/downloads-online-resources/the-root-of-reflexology/