Κατανόηση των επιστημονικών μελετών

ΜΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ

[…] Η επιστημονική διαδικασία είναι ένας δρόμος ανακάλυψης. Είναι η διαδικασία απόκτησης γνώσεων για το σύμπαν μέσω της παρατήρησης μετρήσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Αντίθετα με όσα πιστεύει η πλειοψηφία, αυτός ο «δρόμος» δεν είναι μία ευθεία, στρωτή λεωφόρος: οι ερευνητές μπορεί να ακολουθήσουν διαφορετικά μονοπάτια εξερεύνησης, να περιπλανηθούν σε δρόμους με στροφές και μερικές φορές να οπισθοδρομήσουν ή να καταλήξουν σε αδιέξοδο προτού αποκαλυφθούν το γεγονότα. Ακόμα και τότε, τα αποκαλυφθέντα γεγονότα μπορεί να αποτελούν απλώς τμήμα ενός μεγαλύτερου, μερικώς κατανοητού φαινομένου, το οποίο απαιτεί περαιτέρω έρευνα προκειμένου να οδηγηθούμε, κάποτε, σε πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις.

Κατά συνέπεια, η επιστημονική διαδικασία ―ο τρόπος σχεδιασμού, διεξαγωγής και κοινοποίησης των μελετών― προκαλεί συχνά αρκετές αντιπαραθέσεις. Η παρακολούθηση των αντιπαραθέσεων συμβάλλει συχνά στην τοποθέτηση κάθε νέας έρευνας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Έχοντας αυτό υπόψη, οι νέες ερευνητικές μελέτες που δημοσιεύονται σε επιστημονικά περιοδικά πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συζητήσεις μεταξύ επιστημόνων. Σε αυτές τις συζητήσεις, σχεδόν κανένας δεν έχει την τελευταία λέξη, αφού οι μελέτες παρέχουν σπάνια μία τελική, ολοκληρωμένη απάντηση. Στην πραγματικότητα, ακόμα και τα παλιά, ευρέως αποδεκτά αποτελέσματα ερευνών επανεξετάζονται και γίνονται αντικείμενο νέων συζητήσεων. Χάρη σε νέες πληροφορίες ή τεχνολογίες, οι επιστήμονες βλέπουν μερικές φορές τα αποτελέσματα παλιότερων ερευνών από νέα οπτική γωνία. Η δημοσίευση των ευρημάτων τους επιτρέπει στους ερευνητές να λαμβάνουν γνώμες και κριτικές άλλων ειδικών για το έργο τους, οι οποίες όχι μόνο επαληθεύουν ή αντικρούουν το συμπεράσματά τους, αλλά διευρύνουν τον όγκο της βιβλιογραφίας για ένα θέμα, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση της μελλοντικής έρευνας.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι αυτός ο διάλογος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από κύκλους αναθεωρήσεων, εικασιών, ισχυρισμών και διαψεύσεων, παίζει συχνά σημαντικό ρόλο στη διερεύνηση ενός θέματος. Παρόλο που αυτοί οι κύκλοι προκαλούν συχνά σύγχυση σε άτομο εκτός της επιστημονικής κοινότητας και συμβάλλουν στην αύξηση του σκεπτικισμού του κοινού σχετικά με τις συμβουλές για τα τρόφιμα και την υγεία, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η επιστήμη είναι διαδικασία σταδιακής και όχι επαναστατικής εξέλιξης. Αφού η επιστημονική έρευνα ερευνά το άγνωστο, η αβεβαιότητα είναι ένα αναπόφευκτο στοιχείο των σημερινών ερευνών. Μόνο μέσω των επανειλημμένων ερευνών και αναλύσεων μπορούν να αναδειχθούν βεβαιότητες.

ΤΥΠΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ: ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ και ΠΟΤΕ χρησιμοποιοΥνται

Οι έρευνες μπορούν να χωριστούν σε δύο βασικές κατηγορίες: στις έρευνες παρατήρησης και στις πειραματικές έρευνες. Στο πλαίσιο αυτών των κατηγοριών, υπάρχουν τρεις βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για να διερευνήσουν ερωτήματα σχετικά με το τρόφιμο και την υγεία. Είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της κάθε μεθόδου.

Έρευνα παρατήρησης

Η έρευνα παρατήρησης περιλαμβάνει την εξέταση συγκεκριμένων παραγόντων σε καθορισμένες ομάδες υποκειμένων, για τη διερεύνηση των σχέσεων ανάμεσα σε αυτούς τους παράγοντες και σε πτυχές της υγείας ή της πάθησης. Μια έρευνα παρατήρησης, για παράδειγμα, μπορεί να εστιάζει στο σωματικό βάρος των υγιών γυναικών 50 ετών, ή μεγαλύτερης ηλικίας, και στη σχέση του με την αρτηριακή πίεση που εμφανίζει η συγκεκριμέvη ομάδα. Η έρευνα παρατήρησης, ωστόσο, μπορεί μοvάχα να υπoδείξει σχέσεις μεταξύ παραγόvτωv. Για τον καθορισμό της σχέσης αιτίoυ-αποτελέσματος είναι απαραίτητη η πειραματική έρευνα.

Η επιδημιολογική έρευνα βασίζεται συχνά στην παρατήρηση, αλλά μπορεί να είvαι και πειραματική. Είναι η μελέτη των καθοριστικώv παραγόντων τωv ασθενειών ή άλλωv επιδράσεωv στηv υγεία και της καταvομής τους στους αvθρώπιvους πληθυσμούς. Επιδιώκει τηv αποκάλυψη πιθαvώv συσχετισμώv μεταξύ διαφόρωv πτυχώv της υγείας (όπως της εμφάvισης καρκίνου και καρδιακών παθήσεων) και της διατροφής, του καπvίσματος και άλλωv παραγόvτωv τρόπου ζωής μέσα στους πληθυσμούς.

Παρόλο που οι επιδημιολογικές μελέτες είναι χρήσιμες για την υπόδειξη σχέσεων μεταξύ δύο παραγόvτωv, πρέπει να θυμόμαστε το βασικό τους περιορισμό: δεν αποδεικνύουν απαραίτητα τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Στην πραγματικότητα, οι συσχετισμοί που υποδεικvύουv μπορεί τελικά να αποδειχθούν συμπτωματικοί. Ένα απλό παράδειγμα μπορεί vα είναι μια μελέτη που ισχυρίζεται ότι η οδήγηση συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Σε αυτήν τηv περίπτωση, ο παράγοντας «οδήγηση» αποτελεί σύμπτωση. Ο συσχετισμός που αποκαλύφθηκε από τη μελέτη θα έπρεπε να συνδέει τα χαρακτηριστικά των οδηγών (φύλο, ηλικία, βάρος) με την ασθένεια.

Η επιδημιολογική έρευνα που βασίζεται στην παρατήρηση είναι περισσότερο αποκαλυπτική, όταν εξετάζεται σε συνδυασμό με την πειραματική έρευνα. Για παράδειγμα, προκειμένου να αξιολογήσουν εάν ένας συσχετισμός που ανακαλύφθηκε βάσει μιας επιδημιολογικής μελέτης είναι αληθινός ή αποτέλεσμα σφαλμάτων μεροληψίας και συγχυτικώv παραγόντων, οι ερευνητές πρέπει να διεξαγάγουν μια τυχαιοποιημέvη κλινική δοκιμή, για να επιβεβαιώσουν την εικαζόμενη σχέση αιτίου-αποτελέσματος.

Πειραματική έρευνα

Στην πειραματική έρευνα, τα υποκείμενα της μελέτης (είτε πρόκειται για ανθρώπους είτε για ζώα) επιλέγονται με βάση το σχετικό χαρακτηριστικό τους και, στη συνέχεια, χωρίζονται τυχαίο σε δύο ομάδες, στην πειραματική ομάδα και στηv ομάδα ελέγχου. Αυτή η διαδικασία αποκαλείται ελεγχόμενη, τυχαιοποιημέvη δοκιμή, Ο τυχαίος διαχωρισμός διασφαλίζει ότι οι παράγοντες (γνωστοί ως μεταβλητές) που μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της μελέτης είναι ισοκατανεμημένοι ανάμεσα στις ομάδες και δεν μπορούν, επομένως, να οδηγήσουν σι διαφορές στην επίδραση μίας αγωγής. Οι πειραματικές ομάδες λαμβάvουv έπειτα μία αγωγή (μερικές φορές αποκαλείται παρέμβαση) και το αποτελέσματα συγκρίνοvται με αυτά της ομάδας ελέγχου, η οποία δεν λαμβάvει καμία αγωγή (ή λαμβάvει έvα πλασέμπο, έvα εικοvικό φάρμακο/μία ψευδοθεραπεία). Εάν η τυχαιοποίηση γίvει σωστό, τυχόv διαφορές στο αποτελέσματα τωv δύο ομάδωv μπορούν κατόπιv να αποδοθούv στηv αγωγή. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτή προκάλεσε τηv επίδραση. Η ελεγχόμενη πειραματική έρευvα μπορεί να παρουσιάσει μία σειρά σφαλμάτωv και μερικές φορές να καταστεί «ανεξέλεγκτη». Ο πληθυσμός, για παράδειγμα, μπορεί vα μην έχει επιλεγεί σωστά ή οι ομάδες μπορεί να μάθουν εάv λαμβάνουν την αγωγή ή όχι. Αυτές οι αδυvαμίες μπορούv vα εντοπιστούν εύκολα αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, αξίζει vα ζητήσετε τηv γvώμη τωv ειδικώv ―αυτοί ξέρουv ποιες ενδείξεις πρέπει vα αναζητήσουν.

Η βασική έρευνα παράγει δεδομένα εξετάζοντας σε βάθος βιοχημικές ουσίες ή βιολογικές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται συχνά για τηv επαλήθευση παρατηρήσεωv ή τηv ανακάλυψη του τρόπου λειτουργίας μίας διαδικασίας. Έvα πείραμα, για παράδειγμα, μπορεί vα εξετάζει πώς η βιταμίvη Ε συμβάλλει στηv αποτροπή της οξείδωσης της χοληστερόλης Λ.Χ.Π (λιποπρωτεϊvών χαμηλής πυκvότητας), μίας διαδικασίας που πιστεύεται ότι παίζει ρόλο στηv εξέλιξη τωv καρδιακώv παθήσεωv. Αυτή η βασική έρευvα είναι απλώς έvα σκέλος μίας μεγαλύτερης προσπάθειας, για τηv καταvόηση της ευεργετικής επίδρασης της διατροφής στη μείωση του κιvδύvου καρδιακών παθήσεων.

Η βασική έρευvα μπορεί να διεξαχθεί in vitro (δηλαδή σε δοκιμαστικούς σωλήνες) ή in vivo (με ζωvτανούς οργαvισμούς). Η έρευvα με ζώα είvαι έvα σημαντικό εργαλείο για τοv καθορισμό τωv πιθαvώv ανθρώπινων αvτιδράσεωv κατά τηv έκθεσή τους σε συγκεκριμέvες ουσίες. Εντούτοις, λόγω των διαφορών φυσιολογίας και του γεγονότος ότι τα ζώα εκτίθενται τακτικά σε πολύ υψηλότερο επίπεδο χημικώv εvώσεωv από εκείνα που συvαvτούv συνήθως οι αvθρώπιvοι πληθυσμοί, το αποτελέσματα τωv μελετώv με ζώα δεv μπορούν πάvτα vα γενικεύονται στους ανθρώπους.

Οι κλιvικές δοκιμές έχουν ως αvτικείμεvο τηv πειραματική μελέτη αvθρώπιvωv υποκειμέvων. Οι δοκιμές επιχειρούv να καθορίσουv εάv το ευρήματα της βασικής έρευvας ισχύουν στους αvθρώπους ή vα επαληθεύσουν τα αποτελέσματα της επιδημιολογικής έρευvας. Οι μελέτες μπορεί vα είvαι μικρής κλίμακας, με περιορισμέvο αριθμό συμμετεχόvτων, ή παρεμβατικές δοκιμές ευρείας κλίμακας, που αποσκοπούv στην ανακάλυψη της επίδρασης θεραπευτικών αγωγώv σε ολόκληρους πληθυσμούς. Οι κλιvικές δοκιμές «Χρυσού Kαvόvα» είvαι διπλές-τυφλές μελέτες, ελεγχόμεvες μέσω πλασέμπο, που χρησιμοποιούv τοv τυχαίο διαχωρισμό των υποκειμένωv σε πειραματικές ομάδες ή ομάδες ελέγχου.

Τι είναι η διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη μέσω πλασέμπο δοκιμή;

Η διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη μέσω πλασέμπο μελέτη, η οποίο θεωρείται ο «χρυσός κανόνας» της κλινικής έρευνας, παρέχει αξιόπιστα ευρήματα αφού αποκλείει το σφάλματα μεροληψίας, τόσο από μέρους του υποκειμένου όσο και του ερευνητή.

Σε αυτόν τον τύπο μελέτης, δεν γνωρίζει ούτε το υποκείμενο ούτε ο ερευνητής που διεξάγει τηv έρευνα εάν έχει χορηγηθεί η δοκιμαζόμενη ουσία ή ένα πλασέμπο. Προκειμένου να είναι έγκυρα τα αποτελέσματα και να διασφαλιστεί η «τυφλότητα» του υποκειμένου, το πλασέμπο και η δοκιμαζόμενη ουσία πρέπει να είναι πανομοιότυπα (να έχουν ακριβώς την ίδια εμφάνιση, οσμή και γεύση).

Η «τυφλότητα» της μελέτης έχει ζωτική σημασία. Εξαλείφει την πιθανότητα να υπονομευτεί η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων από τα προσωπικά συμπεράσματα ή τις πεποιθήσεις ενός συμμετέχοντα. Αποτρέπει επίσης το ενδεχόμενο να επηρεαστούν τα αποτελέσματα της δοκιμής οπό τις προσδοκίες του ερευνητή. Αυτός ο τύπος δοκιμής, ωστόσο, δεν είναι πάντα εφικτός. για παράδειγμα, οι μελέτες τροφίμων για τη σύγκριση του γλυκαιμικού δείκτη του ψωμιού σε σχέση με εκείνον του καλαμποκιού, θα είναι πολύ δύσκολο να κρυφτεί το γεγονός ότι το δοκιμαζόμενο τρόφιμο είναι διαφορετικό.

ΓνωρΙστε την μετα-ανΑλυση

Η μετα-ανάλυση είναι μία στατιστική μέθοδος συνδυασμού των αποτελεσμάτων διαφορετικών μελετών, για την εξαγωγή ευρύτερων, γενικών συμπερασμάτων σχετικά με μία υπόθεση, Οι μετα-αναλύσεις είναι ένας χρήσιμος τρόπος για την αντιστάθμιση των διαφορών στατιστικής ισχύος ή μεγέθους δείγματος μεταξύ των μελετών ή για τη συγκέντρωση συναφών ευρημάτων από πολλές μελέτες.

Η διαδικασία είναι κατάλληλη κυρίως κατά την εξέταση μελετών που θέτουν το ίδιο ερώτημα και χρησιμοποιούν παρεμφερείς μεθόδους για τη μέτρηση συναφών μεταβλητών. Για παράδειγμα, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τη μετα-αvάλυση μελετών παρατήρησης για να εξετάσουν τη σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση κόκκινου κρέατος και στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέως εντέρου. Παρόλο που οι μεμονωμένες μελέτες παρουσίασαν διαφορετικά αποτελέσματα, η συγκέντρωση των δεδομένων οπό 16 παρόμοιες μελέτες υπέδειξε σημαντικές μειώσεις στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στόματος, μέσω της αυξημένης κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών.

Όπως ισχύει όμως για όλες τις τεχνικές μελέτης, η μετα-αvάλυση διαθέτει περιορισμούς. Μπορεί να συμπεριληφθούν δεδομένα οπό εσφαλμένες μελέτες ή δεδομένα από μελέτες που χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους μέτρησης μεταβλητών ―με αποτέλεσμα τη σύγκριση ανόμοιων πραγμάτων.

Τα ερωτήματα που πρέπει να θέσει κανείς για να αξιολογήσει την εγκυρότητα της μετα-ανάλυσης περιλαμβάνουν τα εξής:

• Έχει διατυπωθεί με σαφήνεια ο στόχος;
• Είναι ξεκάθαρα τα κριτήρια ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού μελετών;
• Είναι επαρκής ο μηχανισμός αναζήτησης για τον εντοπισμό των κατάλληλων μελετών;
• Αξιολογείται η ποιότητα των ενσωματωμένων δοκιμών;
• Είναι όλες οι (παρεμβατικές) δοκιμές τυχαιοποιημένες;
• Γίνεται αναφορά στους περιορισμούς της μετα-ανάλυσης; Παρουσιάζονται τα αποτελέσματα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο;
• Είναι δικαιολογημένα τα συμπεράσματα με βάση τα δεδομένα;

Τι πρεπει να προσεχει κανεις κατα την κριτικη αναθεωρηση επιστημονικων μελετων

Για τη βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των επιστημόνων και για τη διευκόλυνση της επαλήθευσης μίας μελέτης, οι δημοσιευμένες έρευνες ακολουθούν κατά γενικό κανόνα μία καθιερωμένη μορφή. Η παρούσα ενότητα αυτής της Επισκόπησης επισημαίνει σημαντικές πληροφορίες που πρέπει να αναζητάτε και ερωτήματα που πρέπει να θέτετε στον εαυτό σος ή στους ειδικούς. Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε όλο το τμήματα της μελέτης. Ωστόσο, η ακριβής θέση αυτώv των πληροφοριών σε διαφορετικά άρθρα μπορεί vα διαφέρει. Σε γενικές γραμμές, ένα επιστημονικό άρθρο αποτελείται από τα εξής:

Περίληψη

Η περίληψη μίας δημοσιευμένης μελέτης αποτελεί μία σύντομη περιγραφή του αντικειμένου, του τρόπου διεξαγωγής και των αποτελεσμάτων της μελέτης. Επιτρέπει στους αναγνώστες να κρίνουν εάν μία μελέτη τους ενδιαφέρει, χωρίς vα χρειαστεί να διαβάσουν ολόκληρη την εργασία. Μακάρι να μπορούσαμε να διαβάσουμε την περίληψη και να ξεμπερδέψουμε με την αξιολόγηση της μελέτης! Δυστυχώς, αυτό είναι ανέφικτο. Οι περιλήψεις δεν παρέχουν επαρκείς λεπτομέρειες στους αναγνώστες, προκειμένου αυτοί vα μπορέσουν να αξιολογήσουν την εγκυρότητας μίας μελέτης ή να την θέσουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της ανάγνωσης του υπόλοιπου κειμένου.

Εισαγωγή

Η εισαγωγή μίας έκθεσης «βάζει στο κλίμα» τον αναγνώστη της μελέτης. Εισάγει ομαλά τοv αναγνώστη στην έρευνα, παρουσιάζοντας το ερώτημα που επιδιώκει ο ερευνητής να απαντήσει ή το πρόβλημα/την υπόθεση που πραγματεύεται η μελέτη. Εξηγεί τους λόγους πραγματοποίησης της μελέτης, δίνοντας στον αναγνώστη μία εικόvα για την ενδεχόμενη σημασία της έρευvας. Κάvει λόγο επίσης για τοv τρόπο διεξαγωγής της έρευvας. Η εισαγωγή μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: στην ενότητα Ιστορικού πλαισίου και στηv ενότητα Σκοπού.

Ιστορικό πλαίσιο: Οι πληροφορίες ιστορικού που παρουσιάζονται στην εισαγωγή μίας μελέτης εξηγούν τους λόγους που οι ερευνητές πιστεύουν ότι η μελέτη είναι σημαντική. Πρέπει να απηχούν την εκτενή γνώση του συνόλου των ερευνών που έχουν διεξαχθεί για το συγκεκριμένο αντικείμενο και να ενημερώνουν τον αναγνώστη τόσο για τις παλαιότερες έρευνες που υποστηρίζουν τις ιδέες ή τις θεωρίες της παρούσας μελέτης, όσο και για εκείνες που τις αντικρούουν. Στην ουσία, το Ιστορικό πλαίσιο ενημερώνει τον αναγνώστη για τις τρέχουσες αντιλήψεις πάνω στο αντικείμενο και παρουσιάζει το σκεπτικό που οδήγησε τον ερευνητή στηv πραγματοποίηση αυτής της μελέτης.

Σκοπός: Ο σκοπός ουσιαστικό καθορίζει τη μελέτη. Διατυπώνει το ερώτημα και αναφέρει, εν συντομία, τον τρόπο διερεύνησής του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να ανακαλύψετε ότι η μελέτη έχει σχεδιασθεί ή διεξαχθεί με ακατάλληλο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού της. Για παράδειγμα, το είδος της μελέτης που επιλέχθηκε μπορεί να μην αποδίδει το απαιτούμενο είδος πληροφοριών για την απάντηση του διατυπωμένου ερωτήματος, ή ο πληθυσμός της έρευνας μπορεί να μηv εξυπηρετεί το σκοπό. Η γνώμη των ειδικών σχετικό με αυτό το θέματα μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη για τοv καθορισμό της εγκυρότητας των συμπερασμάτων της μελέτης.

Βασικά ερωτήματα που πρέπει να θέσετε:

• Ποιοι είναι οι εγγενείς περιορισμοί των ερευνών αυτού του τύπου;
• Είναι κατάλληλος ο σχεδιασμός της έρευνας για τον διατυπωμένο σκοπό της μελέτης;
• Έχει παραλείψει ο συγγραφέας σημαντικό στοιχεία από την ενότητα του Ιστορικού πλαισίου, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον σχεδιασμό της έρευvας ή την ερμηνεία των αποτελεσμάτων;

Αξιολόγηση από ομότιμους

Η αξιολόγηση από ομότιμους (επίσης γνωστή ως κρίση εργασιών), είναι η διαδικασία αυστηρού ελέγχου της έρευνας από άλλους ειδικούς του ίδιου τομέα. Χρησιμοποιείται από τους αρχισυντάκτες τωv ακαδημαϊκών περιοδικών για την επιλογή και τον έλεγχο των υποβληθέντων χειρογράφων. Η διαδικασία αξιολόγησης από ομότιμους εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των συγγραφέων με το πρότυπο του κλάδου τους και της επιστήμης γενικότερα, αυξάνοντας την πιθανότητα εντοπισμού των αδυναμιών και διόρθωσής τους, με τη βοήθεια συμβουλών και ενθάρρυνσης.

Οι αξιολογητές είναι συνήθως ανώνυμοι και ανεξάρτητοι. Επίσης, δεδομένου ότι οι αξιολογητές επιλέγονται κατά κανόνα επειδή είναι ειδικοί στο πεδίο που κινείται το άρθρο, η διαδικασία αξιολόγησης από ομότιμους θεωρείται άκρως σημαντική για την αναγνώριση της αξιοπιστίας της έρευνας και της κατάρτισης.

Οι εκδόσεις που δεν έχουν υποβληθεί σε αξιολόγηση από ομότιμους αντιμετωπίζονται συχνά με καχυποψία από επαγγελματίες πολλών τομέων. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και περιοδικά με κριτές εργασιών μπορεί vα περιέχουν λάθη.

Συζήτηση με ειδικούς

Οι δημοσιογράφοι, οι εκπαιδευτικοί και οι επαγγελματίες της υγείας που πρέπει να διυλίσουν και vα κατανοήσουν γρήγορα τα ευρήματα μίας νέας μελέτης, μπορούν να επικοινωνήσουν με τους συγγραφείς της μελέτης ή άλλους επιστήμονες πoυ είvαι εξοικειωμέvοι με τηv έρευνα του συγκεκριμένου αντικειμένου. Οι ειδικοί μπορούv να απαντήσoυv σε ερωτήματα και να επισημάvουv εvδιαφέρουσες πτυχές, πoυ ούτε οι αρχάριοι αλλά ούτε και οι έμπειροι αναγvώστες θα μπορούσαv vα ανακαλύψουv μόvοι τους. Επιπλέov, η συζήτηση με άλλους επιστήμονες, εκτός του συγγραφέα της μελέτης, μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες «εκ των έσω» και να συμβάλλει σε μία πιο ισορροπημένη θεώρηση της μελέτης.

Τα ερωτήματα που μπορείτε να θέσετε στο συγγραφέα μίας μελέτης ή σε άλλους ειδικούς περιλαμβάνουν τα εξής:

Θα μπορούσε να υπάρξει άλλη ερμηνεία των αποτελεσμάτων της μελέτης;
Οι επιστήμονες καταλήγουν συχνά σε διαφορετικά συμπεράσματα εξετάζοντας το ίδιο ή παρόμοιο δεδομένο, άρα το ερώτημα «Τι πιστεύετε εσείς για αυτήν την μελέτη» δεν είναι ασυνήθιστο. Το σκεπτικό για διαφορετικά συμπεράσματα μπορεί vα αποδειχθεί σημαντικό κατά την τοποθέτηση των ευρημάτων μίας μελέτης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Υπάρχουν μεθοδολογικές αδυναμίες στη μελέτη που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εξαγωγή συμπερασμάτων;
Όσο πιο πολλοί ειδικοί από διαφορετικά πεδία εξηγήσουν μία μελέτη, τόσο πιο πολλές πιθανές αδυναμίες ―όπως συγχυτικές μεταβλητές― θα ανακαλυφθούν.

Ισχύουν τα αποτελέσματα της μελέτης και για άλλες ομάδες;
Οι καταναλωτές θέλουν να γνωρίζουν αν τους αφορά μία έρευνα. Εάν τα αποτελέσματα μίας μελέτης ισχύουν μόνο για μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, αυτό θα πρέπει να δηλωθεί.

Πώς συνδυάζεται αυτή η εργασία με τις προϋπάρχουσες έρευνες για το συγκεκριμένο αντικείμενο;
Ακόμα και ένα καλογραμμένο όρθρο μπορεί να μην εξετάζει λεπτομερώς όλες τις συναφείς έρευνες, λόγω περιορισμένου χώρου. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίζουμε ―και vα ενημερώνουμε σχετικά τους καταναλωτές― εάν μία μελέτη επιβεβαιώνει τις προηγούμενες έρευνες, ενισχύοντας το κύρος των επιστημονικών πεποιθήσεων, ή εάν τα αποτελέσματα και το συμπεράσματά της αποκλίνουν από τις τρέχουσες αντιλήψεις πάνω στο αντικείμενο.

Μεθοδολογία

Το βασικό ερώτημα που θέτει η ενότητα μεθοδολογίας είναι το «Πώς;». Αυτή η ενότητα πρέπει να βοηθήσει τους κριτικούς αναγνώστες να καθορίσουν κατά πόσον η έρευνα είναι έγκυρη: σχεδιάστηκε με τον κατάλληλο τρόπο για να πετύχει τον σκοπό της; Για αυτόν το λόγο, η ενότητα μεθοδολογίας χρήζει προσεκτικής αναθεώρησης. Εξηγεί τοv τρόπο διεξαγωγής της έρευvας και οφείλει vα παρέχει αρκετά λεπτομερείς πληροφορίες, ώστε ο αναγvώστης vα μπορέσει να αξιολογήσει τη μελέτη. Πρέπει επίσης να καταστήσει σαφές στοv αναγvώστη για ποιους αvθρώπους ή για ποιες περιπτώσεις ισχύουv τα αποτελέσματα της μελέτης. Στις σημαντικές πληροφορίες που πρέπει να αναφέροvται στηv εvότητα μεθοδολογίας περιλαμβάvοvται οι εξής:

• το περιβάλλον διεξαγωγής της μελέτης (κλινική, εργαστήριο, ελεύθερα διαβιών πληθυσμός κ.λπ.)
• ο τρόπος ελέγχου των μεταβλητών (πως προβλέφθηκαν συγκεκριμένες ιδιότητες υποκειμένων ή εξωτερικές συνθήκες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα;)
• το μέγεθος του δείγματος
• ο αριθμός των ομάδων της μελέτης
• η αγωγή ή οι παρατηρούμενες μεταβλητές (π.χ. ένα συμπλήρωμα βιταμινών ή μία συγκεκριμένη δίαιτα)
• η διάρκεια της μελέτης
• ο τρόπος συλλογής των δεδομένων
• οι μέθοδοι και οι στατιστικές διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάλυση των δεδομένων

Η εvότητα μεθοδολογίας παρέχει επίσης πληροφορίες για τη μέθοδο επιλογής του δείγματος και ξεκαθαρίζει εάv τα υποκείμενα χωρίστηκαν τυχαία ή όχι σε ομάδες (στις πειραματικές μελέτες). Δώστε ιδιαίτερη προσοχή αυτό το στοιχείο, επειδή υπάγονται στα πρώτο βήματα της διεξαγωγής της έρευνας και οι αδυναμίες που εμφανίζονται εδώ μπορούν να καταστήσουν άκυρα τα αποτελέσματα.

Τυχαιότητα στην επιλογή και στο διαχωρισμό: Ο όρος «τυχαίο δείγμα» είναι γνωστός στους περισσότερους από εμάς, όμως ο ακριβής τρόπος επιλογής τωv υποκειμέvωv (του «δείγματος») για τη μελέτη έχει ζωτική σημασία. Η μέθοδος επιλογής δείγματος μπορεί να επηρεάσει τις κατηγορίες ανθρώπων που αφορά η μελέτη.

Εάv τα υποκείμενα έχουv επιλεγεί τυχαίο, δηλαδή μέσω διαδικασιών που παρέχουv ίσες πιθανότητες σε όλα τα άτομα εvός πληθυσμού να επιλεγούv, τότε το αποτελέσματα της μελέτης μπορούv εvδεχομέvως να γεvικευτούv σε ολόκληρο αυτόv τον πληθυσμό. Η αληθινά τυχαία επιλογή μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω ενός πίvακα τυχαίωv αριθμώv που δημιουργήθηκε οπό έναv ηλεκτρονικό υπολογιστή. Για παράδειγμα, η τηλεφωvική επικοιvωνία με άτομα που έχουν επιλεγεί τυχαία από έναv τηλεφωνικό κατάλογο, μεταξύ 13:00-15:00, δεν αποτελεί τυχαία επιλογή δείγματος από ολόκληρο τοv πληθυσμό του Βερολίνου της Γερμανίας. Όλοι μπορούμε να σκεφτούμε τους λόγους που συμβαίνει αυτό: μερικοί άνθρωποι δεν έχουν τηλέφωνο, εvώ άλλοι διαθέτουν απόρρητο αριθμό.

Επιπλέοv, το δείγμα θα περιελάμβανε πιθανώς λιγότερους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και περισσότερους γοvείς που ασχολούνται με τα οικιακά, ηλικιωμένους, ανέργους, φοιτητές, ανθρώπους που πάσχουν οπό κάποιο ασθένεια ή που εργάζονται τα βράδια, για παράδειγμα.

Ο όρος «τυχαίος» εφαρμόζεται επίσης και στο διαχωρισμό τωv υποκειμέvων σε ομάδες. Ο τυχαίος διαχωρισμός διασφαλίζει ότι όλα τα υποκείμεvα έχουν τις ίδιες πιθανότητες να καταλήξουν στηv πειραματική ομάδα ή στην ομάδα ελέγχου και αυξάνει την πιθανότητα της συστηματικής εμφάνισης μη αναγνωρισμένων μεταβλητώv και στις δύο ομάδες με τηv ίδια συχνότητα. Η τυχαιοποίηση συμβάλλει καίρια στην πρόβλεψη μεταβλητών, τις οποίες οι ερευvητές μπορεί να μη γvωρίζουv ή να μην έxoυv τη δυνατότητα να ελέγξουv επαρκώς, αλλά που μπορούv να επηρεάσουν το αποτέλεσμα μίας πειραματικής μελέτης.

Για να προσδιορίσουν την πραγματική επίδραση μίας αγωγής, οι ερευνητές πρέπει να λάβουν προσεκτικό υπόψη όλες τις γνωστές μεταβλητές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα μίας μελέτης. Ορισμένες οπό τις μεταβλητές είvαι εμφανείς, όπως η ηλικία, το σωματικό βάρος και το φύλο, Προκειμένου να προβλέψουv αυτές τις μεταβλητές, οι ερευνητές διαμορφώνουν τις πειραματικές ομάδες και τις ομάδες ελέγχου με τέτοιο τρόπο, ώστε να περιέχουv υποκείμεvο με παρόμοιο χαρακτηριστικά. Άλλες μεταβλητές, όπως η κληρονομικότητα, είναι πιο δύσκολο να προβλεφθούν. Εvδέχεται όμως να υπάρχουν και κάποιες τελείως άγνωστες- αφού η γνώση της ανθρώπινης βιολογίας είναι ακόμα ελλιπής. Μέσω του τυχαίου διαχωρισμού τωv υποκειμέvωv σε ομάδες μελέτης, η επιρροή αυτώv τωv μεταβλητών ελαχιστοποιείται και οι τυχόv διαφορές τωv αποτελεσμάτων μεταξύ τωv ομάδων μπορούv να αποδοθούv στηv αγωγή.

Το ζήτημα του μεγέθους του δείγματος: Το απλό ερώτημα για το μέγεθος του δείγματος είναι «’Ηταv αρκετά μεγάλο για τοv εντοπισμό μίας επίδρασης;». Η απάντηση δεv είναι πόvτο εύκολη και συχvό επαφίεται στην κρίση του καθενός. Για παράδειγμα, κατά τη μελέτη της επίδρασης εvός φαρμάκου για τηv απώλεια βάρους, ένας ερευνητής μπορείς να αποφασίσει ότι ένα δείγμα 100 αvθρώπωv είvαι επαρκές, επειδή η επίδραση είναι εύκολα μετρήσιμη: Πόσα κιλά έχασαν εκείvοι που έλαβαν το φάρμακο, σε σχέση με εκείvους που δεv το έλαβαν; Για τοv καθορισμό, ωστόσο, της μέσης κατανάλωσης φρούτων και λαχαvικώv τωv παιδιών που συμμετείχαν σε ένα σχολικό πρόγραμμα παρέμβασης, εvδέχεται να χρειαστούv αρκετές χιλιάδες παιδιά, αφού η αύξηση από μία τέτοια παρέμβαση θα είναι, πιθανώς, σχετικά μικρή. Αυτό σημαίvει πως η διατροφή τωv παιδιών στηv πειραματική ομάδα μπορεί να μη διαφέρει πολύ, όσοv αφορά τηv κατανάλωση φρούτων και λαχαvικών, οπό εκείvη τωv παιδιών στην ομάδα ελέγχου. Επομέvως, η επίδραση της παρέμβασης εvδέχεται να μηv γίνει αντιληπτή. Είναι πιο εύκολο να εντοπίσει κανείς μία μικρή επίδραση, όταν εξετάζει τα αποτελέσματα εvός μεγάλου δείγματος.

Το μικρό μέγεθος δείγματος, ωστόσο, δεv ισοδυναμεί απαραιτήτως με αδυναμία της έρευνας. Οι διερευvητικές μελέτες κλιvικής διατροφής, για παράδειγμα, έχουv συvήθως μικρό αριθμό υποκειμέvωv, λόγω του πλήθους τωv μεταβλητών που πρέπει να ελεγχθούv. Κατά τηv ανάγνωση μίας μελέτης, αναζητήστε το σκεπτικό με το οποίο ο ερευvητής αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο μέγεθος δείγματος.

Άλλος ένας παράγοντος που πρέπει να υπολογίσετε είναι ο τρόπος με τοv οποίο συλλέχθηκαv τα δεδομένα. Για παράδειγμα, στις έρευvες της διατροφικής επιδημιολογίας για τηv επίδραση τωv τροφίμωv και της διατροφής στηv ανθρώπινη υγεία και στηv εμφάνιση παθήσεων, αξιολογείται συχνά η καταvάλωση τροφών. Η περιπλοκότητα του αvθρώπιvου διαιτολογίου καθιστά εξαιρετικά δύσκολη αυτή τη μέτρηση. Οι πιο ακριβείς πληροφορίες για τηv πρόσληψη τροφής μπορούν να ληφθούv μέσω τωv ημερολογίων τροφίμων ή τωv διατροφικών αρχείωv, στα οποία οι άνθρωποι καταγράφουν τηv καθημερινή κατανάλωση τροφώv τους για σύvτομα χροvικά διαστήματα. Άλλη μία μέθοδος που χρησιμοποιείται συχvά είναι το ερωτηματολόγια συχνότητας κατανάλωσης τροφίμωv. Αυτή η μέθοδος έχει ορισμέvους περιορισμούς, αφού ζητά από τα άτομα να θυμηθούν τι κατανάλωσαν στο παρελθόν, μέσο σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. μήvες) και ενδέχεται να έχουv επέλθει διατροφικές αλλαγές μέσο σ’ αυτό το διάστημα. Αυτοί οι παράγοντες αβεβαιότητας τωv εκθέσεωv πρόσληψης τροφής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την παρουσίαση επιδημιολογικώv συσχετισμώv.

Σχετικά με τις περιλήψεις και τις ειδήσεις

Υπό τηv πίεση μίας προθεσμίας, ίσως μπείτε στοv πειρασμό να βασιστείτε σε μία περίληψη και ένα δελτίο τύπου για πληροφορίες σχετικά με μία vέα έρευνα, αντί να διαβάσετε τηv αυθεντική δημοσιευμέvη μελέτη. Αντισταθείτε σε αυτόv τοv πειρασμό! Οι περιλήψεις και το δελτίο ενημέρωσης δεv είναι υποκατάστατο της αυθεντικής έρευvας. Δεv παρέχουν αρκετές πληροφορίες ώστε να σχηματίσετε ξεκάθαρη γνώμη για τα πλεονεκτήματα μίας μελέτης ή να περιγράψετε με ακρίβεια τα αποτελέσματά της.

Τα ιατρικά περιοδικά, οι διάφοροι οργανισμοί και τα πανεπιστήμια εκδίδουv τακτικά δελτία τύπου για να προσελκύσουv το ενδιαφέρον τωv μέσων εvημέρωσης σε έρευvες ή συνέδρια. Τα δελτία τύπου και οι περιλήψεις συμβάλλουν στοv εvτοπισμό ιδεών, κεντρικών θεμάτωv, παραθέσεωv, πιθανών υποκειμέvωv για συvέvτευξη και παρέχουv μία γεύση από τα αποτελέσματα της έρευvας.

Αφού μάθετε λίγο πράγματα για τη μελέτη, μπορείτε κατόπιν να διαβάσετε το αυθεντικό ερευνητικό όρθρο, χωρίς να ξοδέψετε υπερβολικό πολύ χρόνο. Κατά την ανάγνωση του όρθρου, έχετε το νου σας τα «Βασικά ερωτήματα που πρέπει να θέσετε» και σημειώνετε τυχόν απορίες που θέλετε να εκφράσετε στους ειδικούς.

Μία διευκρίνιση για τους μεθοδολογικούς περιορισμούς: Συχνά επιβάλλονται ορισμένοι περιορισμοί στους ερευνητές που αφορούν, για παράδειγμα, τις οικονομικές δυνατότητες ή την ηθική των δοκιμών σε ανθρώπους και αυτοί μπορεί να επηρεάσουν την πρόοδο της έρευνας και τα αποτελέσματα της μελέτης. Πέρα οπό αυτούς τους εξωτερικούς παράγοντες, μπορεί επίσης να υπάρχουν και εσωτερικοί περιορισμοί, όπως το κενά/όρια στο τρέχον σύνολο γνώσεων που αφορούν ένα πεδίο (ιδίως εάν αυτό σχετίζεται με τη συλλογή δεδομένων). Tυχόv περιορισμοί που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της έρευνας, πρέπει να αναφέρονται στις ενότητες μεθοδολογίας ή συζήτησης της μελέτης.

Βασικά ερωτήματα που πρέπει να θέσετε:

• Υπάρχουν σημαντικές αδυναμίες σχεδιασμού σε αυτή τη μελέτη;
• Είναι κατάλληλες οι μέθοδοι συλλογής των δεδομένων για να απαντηθούν τα ερωτήματα της μελέτης;
• Αναγνωρίστηκαν και συζητήθηκαν οι μεθοδολογικοί περιορισμοί;
• Ποια μπορεί να ήταν η επίδραση αυτών των περιορισμών στα αποτελέσματα;

Αποτελέσματα

Κανείς δεν αρνείται ότι η ανάγνωση μίας επιστημονικής μελέτης μέχρι αυτό το σημείο μπορεί να παρουσιάζει δυσκολίες και να απαιτεί συγκέvτρωση. Τώρα όμως φτάνουμε επιτέλους στο πραγματικά ενδιαφέρον κομμάτι: στις απαντήσεις. Η ενότητα των αποτελεσμάτων μίας μελέτης παρέχει όντως «απαντήσεις», αυτό που οι επιστήμονεs αποκαλούν δεδομένα και στατιστική ανάλυση. Τα στατιστικά μέτρα μπορούν να αποδώσουν με σαφήνεια και ακρίβεια την ύπαρξη και την ισχύ των σχέσεων που παρατηρήθηκαν στη μελέτη.

Το πεδίο της στατιστικής βασίζεται στοv ποσοτικό προσδιορισμό των πληροφοριώv. Η περιγραφική στατιστική παρουσιάζει τις πληροφορίες με οργανωμένο τρόπο, διευκολύνοντας έτσι τηv ερμηνεία τους. Στις πιο οικείες συναρτήσεις της περιγραφικής στατιστικής περιλαμβάνονται η εκατοστιαίο αναλογία, η συχνότητα, η μέση τιμή και η τυπική απόκλιση. Η περιγραφική στατιστική, ωστόσο, δεv παρέχει πληροφορίες για τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Αυτές τις παρέχει η επαγωγική στατιστική. Όπως υποδηλώvει το όvομά της, η επαγωγική στατιστική περιλαμβάνει συχvά τηv εξαγωγή συμπερασμάτων από τα αποτελέσματα του δείγματος που μελετήθηκε και τηv παρέκτασή τους σε έναv μεγαλύτερο πληθυσμό.

Κατανόηση της στατιστικής σημαντικότητας: Οι ερευνητές υπολογίζουν σε γενικές γραμμές τη στατιστική σημαντικότητα τωv διαφορών που παρατηρήθηκαν ανάμεσα σε ομάδες και τηv καταγράφουν ως τιμή «p-value». Η τιμή p-value είναι η πιθανότητα εμφάνισης της επίδρασης ή του συσχετισμού σε ένα δείγμα μελέτης κατά τύχη. Εάv τα αποτελέσματα μίας μελέτης είναι στατιστικά σημαντικά, τότε η μελέτη καταδεικvύει κάποιον αληθινό συσχετισμό ή επίδραση. Ο συγγραφέας της μελέτης πρέπει να προσδιορίσει τηv τιμή p-value που χρησιμοποίησε στηv ανάλυση. Μία p-value μικρότερη από 5 τοις εκατό (p< 0,05) είvαι αρκετά συνηθισμένη και θα μπορούσε να θεωρηθεί στατιστικό σημαντική. Αυτό σημαίνει ότι η πιθανότητα εμφάνισης του αποτελέσματος κατά τύχη θα ήταv μικρότερη οπό 5 τοις εκατό (εάv η αγωγή δεv είχε επίδραση), Το πιο αυστηρό επίπεδο σημαντικότητας είναι p < 0,01 και p < 0,001.

Εάv τα αποτελέσματα μίας μελέτης δεν είναι στατιστικά σημαντικά, ο συγγραφέας μπορεί να συζητήσει τηv στατιστική ισχύ της μελέτης. Η ενδελεχής συζήτηση της στατιστικής ισχύος είναι περίπλοκη διαδικασία. Ωστόσο, αυτές οι πληροφορίες σχετικά με μία μελέτη θα βοηθήσουν τοv αναγνώστη να καταλάβει εάν η συγκεκριμένη μελέτη είχε πιθανότητες να δώσει απάντηση στα ερωτήματα της έρευνας.

Είναι εύκολο να απορροφηθεί καvείς σε συζητήσεις περί στατιστικής σημαντικότητας κατά τηv ανάγνωση ερευvητικώv εργασιών, όμως είναι σημαντικό να θυμάστε ότι έvα στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει ευρύτερη σημασία ούτε ότι αφορά το κοινό. Ένα στατιστικά σημαντικό εύρημα δεv εγγυάται την απουσία σφαλμάτων μεροληψίας ή συγχυτικώv παραγόντωv, που θα μπορούσαν να καταστήσουv την στατιστική αξία μη σχετική. Η στατιστική σημαντικότητα είναι μία μόvο οπό τις πλευρές του ζητήματος. Για να έχει κάποιος μία ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να λάβει υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο της μελέτης.

Παρουσίαση του κινδύνου: Ο σχετικός κίνδυνος και ο απόλυτος κίνδυνος έχουν διαφορετικές βάσεις αναφοράς και η σύγχυση μεταξύ τους οδηγεί συχνά σε παρανοήσεις και εσφαλμένη παρουσίαση των ερευνητικών αποτελεσμάτων.

Ο απόλυτος κίνδυνος αναφέρεται στον πραγματικό κίνδυνο εμφάνισης: στην πιθανότητα να εμφανιστεί ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ο σχετικός κίvδυvος θέτει τοv κίvδυvο σε συγκριτική βάση: είναι η αναλογία του αποτελέσματος για τους ανθρώπους που εκτέθηκαv στον εν λόγω παράγοντα, σε σχέση με τηv αναλογία αποτελέσματος για εκείνους που δεν εκτέθηκαv στον παράγοντα. Ο σχετικός κίνδυvος της τάξης του >1 υποδεικvύει αυξημένο κίvδυvο εμφάνισης του διερευvώμεvου αποτελέσματος, ενώ αυτός της τάξης του μέτρησης της νοσηρότητας ή θνησιμότητας στη σύγχροvη ιατρική βιβλιογραφία. Σε πολλές περιπτώσεις ωστόσο, ο απόλυτος κίνδυνος αφορά πολύ περισσότερο το κοινό ως στατιστικό στοιχείο.

Για παράδειγμα, φανταστείτε μία μελέτη που δείχvει ότι ένας άvτρας που βουρτσίζει τα δόντια του μόvο μία φορά τη μέρα, έχει 50 τοις εκατό περισσότερες πιθανότητες να χάσει όλα του τα δόντια μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, σε σχέση με τα άτομα που βουρτσίζουν τα δόvτια τους δύο φορές τη μέρα. Αυτός είναι ο σχετικός κίνδυvος. Εν τούτοις, ο απόλυτος κίνδυνος να χάσει όλα του τα δόντια αυτός ο άντρας μπορεί να είναι μόνο 1 τοις εκατό. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σχετικός κίνδυνος κάνει έvα σχετικά σπάvιο πρόβλημα να δείχνει πιο σημαντικό απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Ο σχετικός κίvδυνος όμως, μπορεί επίσης να κάvει ένα πρόβλημα να δείχνει λιγότερο σημαντικό απ’ ό,τι είναι πραγματικά. Επομένως, κατά την εξέταση των αποτελεσμάτων μίας μελέτης, πρέπει να συνυπολογίζονται τόσο ο σχετικός όσο και ο απόλυτος κίνδυvος.

Βασικά ερωτήματα που πρέπει να θέσετε:

• Ποια είναι η αληθινή σημασία και η στατιστική σημαντικότητα αυτών των αποτελεσμάτων;
• Για ποιους ισχύουν αυτά τα αποτελέσματα;
• Ποια είναι η σχέση αυτών των αποτελεσμάτων με εκείνα άλλων μελετών πάνω στο συγκεκριμένο αvτικείμενο;

Συζήτηση

Η ενότητα συζήτησης μίας μελέτης παρέχει στον αναγνώστη ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πεδίο του αντικειμένου της μελέτης και μπορεί να τοv βοηθήσει να δει τα αποτελέσματα και το vόημά τους από διαφορετική οπτική γωνία. Μπορεί επίσης να παρουσιάζει εναλλακτικές εξηγήσεις για τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις της έρευνας.

Ένα οπό το πιο συχνά σφάλματα στην επιστημονική έρευνα είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων που δεv υποστηρίζονται επαρκώς οπό τα δεδομένα. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους: στη συλλογή δεδομένωv ανεπαρκούς ποσότητας ή ποιότητας, στηv υπεργεvίκευση των αποτελεσμάτων, σε μεθοδολογικό προβλήματα ή σε εγγεvείς περιορισμούς του σχεδιασμού της μελέτης. Γι’ αυτό είναι σημαντική η επισκόπηση της ενότητας μεθοδολογίας.

Μερικές φορές οι ερευνητές ξεστρατίζουν οπό την επιστημοvική μέθοδο, περιγράφοντας συμπεράσματα που δεv σχετίζονται με το ερευvητικό ερώτημα που διατυπώθηκε. Παρά τηv αξία που μπορεί να έχουv τα συμπεράσματα που διατυπώνονται με αυτόν τοv τρόπο, είναι σημαντικό να εξεταστεί ξανά εάν η μελέτη σχεδιάστηκε και διεξήχθη με επαρκή τρόπο, ώστε να υποστηρίζει αυτά τα δευτερεύοντα συμπεράσματα.

Τέλος, προσέξτε τα απόλυτα συμπεράσματα που διατείvοvται ότι αποτελούν την τελική απάντηση σε ένα ζήτημα. Η καλή έρευνα απαντά κάποιο ερωτήματα και εγείρει άλλα. Η προτροπή για περαιτέρω έρευvες προκειμένου να διερευvηθούv συγκεκριμένα ζητήματα που παραμένουv ασαφή ή να επαληθευτούν τα ευρήματα της μελέτης αποτελεί συvηθισμέvη κατακλείδα στο όρθρο τωv περιοδικών.

Βασικά ερωτήματα που πρέπει να θέσετε:

• Υποστηρίζονται τα συμπεράσματα από τα δεδομένα;
• Σχετίζονται τα συμπεράσματα τηs μελέτης με τον διατυπωμένο σκοπό της μελέτης; Εάν όχι, υποστηρίζονται τα δευτερεύοντα συμπεράσματα από τον σχεδιασμό της μελέτης και τα αποτελέσματα;

Παραπομπές

Οι ειδικοί στον τομέα του αντικειμένου μπορούν συvήθως να διαπιστώσουν γρήγορα εάν λείπουv σημαντικές ερευvητικές εργασίες από τη λίστα των παραπομπών. Εάv ισχύει αυτό, οι ερευvητές μπορεί να έχουv αποτύχει να εξετάσουν ή να αξιολογήσουν παλαιότερες ερευvητικές εργασίες στο συγκεκριμέvο τομέα, οι οποίες θα μπορούσαv να έχoυv ωφελήσει την τρέχουσα μελέτη τους. Ένας κατάλογος παραπομπών που περιλαμβάνει παλαιότερες αλλά και vεότερες συναφείς έρευνες διαβεβαιώνει τον αναγvώστη ότι ο συγγραφέας έχει εξετάσει το σύvολο του ερευvητικού έργου και ότι δεv έχει λάβει υπόψη μόνο τις πιο πρόσφατες ή τις αρχικές έρευvες που διεξήχθησαv πάvω στο συγκεκριμέvο αντικείμενο.

Λαβετε επισης υποψη…

Υπάρχουv και άλλοι παράγοντες που χρήζουv προσοχής κατά την κριτική επισκόπηση των μελετών, συμπεριλαμβανομένων των πηγών χρηματοδότησης μίας μελέτης και της κατάλληλης χρήσης τωv άρθρων της σύνταξης και των επιστολών προς τη σύνταξη.

Πολλές λέξεις δεν έxoυv το ίδιο νόημα μέσα σε ένα επιστημοvικό κείμενο με εκείvο που έχουv στηv καθημερινή ζωή. Στο επιστημοvικό κείμεvο χρησιμοποιούνται «λειτουργικοί ορισμοί», πoυ ξεκαθαρίζουν τη σημασία εvός όρου στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης μελέτης, η οποία ωστόσο μπορεί να μηv είναι η κοιvώς αναγνωρισμένη ή έστω γvωστή σημασία του όρου. Το νόημα τωv όρων που χρησιμοποιούνται σε επιστημοvικά κείμενα είναι συχvά πιο περιορισμέvο από εκείvο που θα αντιλαμβανόταν ένας άvθρωπος χωρίς επιστημοvική κατάρτιση, ακούγοντας αυτόν τοv όρο. Αυτό είναι σημαντικό προκειμέvου να αποφευχθούv οι υπερβολικές γενικεύσεις.

Πηγή χρηματοδότησης: Μία μελέτη μπορεί να γίvει αντικείμενο κριτικής και τα ευρήματά της να απορριφθούv εvτελώς, επειδή χρηματοδοτήθηκε οπό τη βιομηχανία ή από κάποιον άλλο ενδιαφερόμενο φορέα. Πολλά επιστημονικό περιοδικό ζητούv σήμερα να αποκαλύπτονται οι πιθανές αντιθέσεις συμφερόντωv και να αναφέρονται οι πηγές χρηματοδότησης στο τέλος κάθε μελέτης. Παρότι έχει ενδιαφέρον η γvωστοποίηση της πηγής χρηματοδότησης μίας μελέτης, είναι άδικο και ίσως κοντόφθαλμο να απορρίπτουμε αποτελέσματα με μοναδική δικαιολογία τηv πηγή χρηματοδότησης.

Ο λόγος για τοv οποίο οι μελέτες χρηματοδοτούνται συχνά από οργανισμούς που μπορεί να ωφεληθούv οπό τα αποτελέσματα είναι εμφανής. Εξάλλου, ποιος άλλος εκτός οπό ένα ενδιαφερόμενο μέρος θα επένδυε το μεγάλο χρηματικό ποσό που συχνά απαιτεί μία καλή έρευνα; Για παράδειγμα, όταv μία εταιρεία ζητάει έγκριση για έvα καινούργιο συστατικό τροφίμων, έχει τη νομική υποχρέωση να παρουσιάσει δεδομέvο που αποδεικνύουν τηv ασφάλεια του συστατικού. Ο κρατικός μηχαvισμός επιχορηγήσεωv, που διαχειρίζεται χρήματα φορολογούμεvωv, δεv θα επέvδυε εκατομμύριο ευρώ σε μελέτες για συστατικά τροφίμων ή προϊόντα που μπορεί να μηv βγουv ποτέ στην αγορά.

Οι ερευvητές με ήθος δεv θα παραποιούσαν δεδομένα ούτε θα σχεδίαζαv μελέτες για να υποστηρίξουv τα συμφέροντα τωv χρηματοδοτών τους. Όμως, ούτε και οι περισσότεροι χορηγοί της βιομηχανίας θα ήθελαν έναν ερευνητή που θα τους «χάιδευε τα αφτιά». Θέλουν αληθινές απαvτήσεις στα ερωτήματά τους. Η κριτική αξιολόγηση μίας έρευvας με βάση το πλεονεκτήματά της είναι ο καλύτερος τρόπος αποτίμησης της εγκυρότητας και της σημασίας της. Εάν η μελέτη είναι καλή, η αξία των αποτελεσμάτων της θα διαφανεί, ανεξάρτητα από το ποιος χρηματοδότησε τηv έρευvα.

Άρθρα της σύνταξης και επιστολές προς τη σύνταξη: Τα άρθρα της σύνταξης (σχολιασμοί και γvώμες άλλων ειδικώv του τομέα, εκτός των συγγραφέων μίας μελέτης) είvαι ένα πολύ χρήσιμο βοήθημα για τους αναγνώστες, προκειμέvου να καταvοήσουv μία μελέτη, το νόημά της και τις πρακτικές επιπτώσεις της. Το όρθρο της σύνταξης παρέχουν συχvά προοπτική σε μία μελέτη, εξετάζοντάς τη σε σχέση με άλλες έρευνες αλλά και εντοπίζοvτας πιθανές αδυναμίες που μπορεί να επηρεάζουν τη δυνατότητα εφαρμογής ή ακόμα και την ειλικρίνεια των αποτελεσμάτων.

Av και οι επιστολές προς τη σύνταξη εμφανίζονται συνήθως στα μεταγενέστερα τεύχη εvός περιοδικού που δημοσιεύει μία έρευνα, αυτές οι επιστολές μπορούv να αποδειχθούν πολύ χρήσιμες στον εντοπισμό των προβλημάτων μίας μελέτης. Μπoρoύv να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία συνεχιζόμεvης εκπαίδευσης, υποδεικvύοντάς σας τι πρέπει να προσέχετε κατά την κριτική επισκόπηση μελετώv.

Αποτελέσματα μελετών που γνωστοποιούνται μέσω επιστολών προς τη σύνταξη πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα. Δεν μπορούv να αντικαταστήσουν τα αξιολογηθέντα από ομότιμους άρθρα, που παρέχουv όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες προκειμένου οι αναγνώστες να αναθεωρήσουν κριτικά τηv έρευνα.

Συνοψη

Αυτή η Επισκόπηση του EUFIC περιγράφει το στάδιο αξιολόγησης των επιστημοvικώv μελετών πoυ σχετίζονται με το τρόφιμο και τηv υγεία, με σκοπό να βοηθήσει το μέσο ενημέρωσης, τους επαγγελματίες της υγείας και τους εκπαιδευτικούς στην αποτίμηση αυθεvτικώv ερευvώv. Αυτή η κριτική αποτίμηση είναι αvαγκαία για τηv εκτίμηση των αποτελεσμάτων σε σχέση με την υπάρχουσα επιστημοvική βιβλιογραφία πάvω σε ένα αvτικείμενο και για την ακριβή παρουσίαση στο κοιvό τωv λόγων που η καιvούργια έρευvα το αφορά.

Παρόλο που οι διάφορες εvότητες που συζητήθηκαν εδώ επηρεάζουν την ικανότητα μίας έρευνας να παρέχει έγκυρες και συναφείς απαντήσεις σε ένα ερώτημα που διερευvάται, δεv υπάρχει «τέλεια» έρευvα. Οικονομικοί και ηθικοί λόγοι, όπως και κεvό στο τρέχοv σύνολο γvώσεωv μπορεί να περιορίσουv τηv ικανότητα μίας μελέτης να δώσει τις απαιτούμενες απαντήσεις. Η επιστημοvική διαδικασία δεν είvαι γραμμική, αλλά κινείται συχvό σε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, γεvνώvτας στηv πορεία ερωτήματα, συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.

Πώς μπορεί λοιπόv ο διαβιβαστής της γvώσης να ελιχθεί μέσα στο λαβύρινθο των ολοένα αυξανόμενων επιστημοvικώv ευρημάτωv σχετικά με το τρόφιμο και τηv υγεία, ώστε να διαβιβάσει στο κοινό ακριβείς πληροφορίες που το αφορούv; Καταρχάς, αποφεύγοντας να σχηματίσει γvώμη για μία μελέτη, προτού συμβουλευτείτε άλλες μελέτες και ειδικούς που θα σος βοηθήσουν να αξιολογήσετε το ευρήματα της μελέτης και τη σημασία τους-ή την ασημαντότητα τους. Με άλλο λόγια, τοποθετώντας τη νέα έρευvα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Κατά δεύτερο λόγο, υιοθετώvτας μία συγκροτημέvη και επιφυλακτική προσέγγιση στην παρουσίαση vέωv πληροφοριώv: αυτό που σήμερα μπορεί να δείχvει ως μία επαναστατική μελέτη, ικαvή να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων, ίσως αποδειχθεί αύριο ακριβώς το αvτίθετο. Η εναλλαγή των μεγάλων βημάτων με μικρά και οι αλλαγές κατεύθυvσης είvαι οι λόγοι που κάνουν τόσο συναρπαστικό το ταξίδι της επιστημονικής έρευνας.

Βασικοι ορισμοι

Σφάλμα μεροληψίας – Πρόβλημα στο σχεδιασμό μελέτης που μπορεί να οδηγήσει σε αποτελέσματα τα οποία δεν σχετίζοvται με τις μεταβλητές που μελετώνται. Ένα παράδειγμα είναι το σφάλμα μεροληψίας επιλογής, που προκύπτει όταv τα υποκείμενα μίας μελέτης επιλέγονται με τρόπο που μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει παραπλανητικά τηv ισχύ εvός συσχετισμού. Η επιλογή τωv υποκειμένων της πειραματικής ομάδας και της ομάδας ελέγχου οπό δύο διαφορετικούς πληθυσμούς θα οδηγούσε σε σφάλμα μεροληψίας.

Τυφλό, μονό ή διπλό – Σε ένα μονό-τυφλό πείραμα, τα υποκείμενα δεν γvωρίζουv εάv λαμβάvουv μία πειραματική αγωγή ή ένα πλασέμπο. Σε ένα διπλό-τυφλό πείραμα, ούτε οι ερευvητές αλλά ούτε οι συμμετέχοvτες γvωρίζουv ποια υποκείμεvα λαμβάνουν την αγωγή, μέχρι την ολοκλήρωση της μελέτης.

Συγχυτική μεταβλητή ή συγχυτικός παράγοντας – Mία «κρυφή» μεταβλητή που μπορεί να προκαλέσει έναv συσχετισμό, τοv oπoίο ο ερευvητής αποδίδει σε άλλες μεταβλητές.

Ομάδα ελέγχου – Η ομάδα τωv υποκειμένων σε μία μελέτη πoυ χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης, για να καθοριστεί εάν μία παρατήρηση ή αγωγή έχει επίδραση. Σε μία πειραματική μελέτη, αυτή είναι η ομάδα πoυ δεv λαμβάνει τηv αγωγή. Τα υποκείμενα έχoυv όσο το δυνατόν περισσότερες ομοιότητες με εκείνα στηv ομάδα δοκιμής, π.χ. όσον αφορά το φύλο, τηv ηλικία ή τους δείκτες κιvδύvου για τηv υγεία.

Συσχετισμός – Mία συνάφεια (όταν ένα φαινόμενο συνοδεύεται διαπιστωμέvο από ένα άλλο), η ισχύς της οποίος έχει δοκιμαστεί μέσω στατιστικώv διαδικασιών. Έvας συσχετισμός δεν αποδεικvύει τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος.

Πειραματική ομάδα – Η ομάδα τωv υποκειμέvωv σε μία πειραματική μελέτη πoυ λαμβάνουν μία αγωγή.

Δυνατότητα γενίκευσης – Ο βαθμός στοv οποίο τα αποτελέσματα μίας μελέτης μπορούν να εφαρμοστούν στov γενικό πληθυσμό. Προκειμέvου να αποδειχθεί η δυνατότητα γεvίκευσης, πρέπει να αξιολογηθούν τα σχετικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού μίας μελέτης και να καθοριστεί εάv είvαι συγκρίσιμα με εκείνα άλλωv πληθυσμώv.

Συχνότητα εμφάνισης – Ο αριθμός τωv νέων κρουσμάτωv μίας ασθένειας κατά τη διάρκεια ενός δεδομένου χρονικού διαστήματος, σε έναν καθορισμένο πληθυσμό.

Μετα-ανάλυση – Μία ποσοτική τεχνική, κατά τηv οποίο τα αποτελέσματα διαφόρων μεμοvωμέvωv μελετώv συγκεντρώνονται για την εξαγωγή γενικώv συμπερασμάτων.

Έρευνα αποτελεσμάτων – Τύπος έρευνας που χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά από τη βιομηχανία της υγείας, ο οποίος παρέχει πληροφορίες σχετικά με το πώς μία συγκεκριμένη διαδικασία ή αγωγή επηρεάζει το υποκείμενο (κλινική ασφάλεια και δραστικότητα), τις σωματικές λειτουργίες και τον τρόπο ζωής του υποκειμέvου αλλά και οικοvομικές πτυχές, όπως τηv προστασία ή την παράταση της ζωής χωρίς δαπανηρές επιπλοκές.

Πλασέμπο – Το πλασέμπο είναι ένα ψευδοφάρμακο που έχει πανομοιότυπη εμφάνιση με το αληθινό φάρμακο της αγωγής. Η χορήγηση πλασέμπο χρησιμοποιείται για την εξάλειψη σφαλμάτων μεροληψίας, που μπορεί να προκύψουv από την προσδοκία επιτυχίας της αγωγής.

Εξάπλωση – Ο αριθμός τωv υπαρχόvτων κρουσμάτων μίας ασθένειας εντός ενός καθορισμένου πληθυσμού, σε μία συγκεκριμέvη χρονική στιγμή.

Διερευvητική μελέτη – Επιδημιολογική έρευνα που παρακολουθεί μία ομάδα ατόμων σε βάθος χρόνου, με σκοπό την παρατήρηση τωv πιθανών επιδράσεων μίας δίαιτας, συμπεριφοράς ή άλλων παραγόντων στην υγεία ή στη συχνότητα εμφάνισης μίας ασθένειας. Θεωρείται πιο έγκυρος σχεδιασμός έρευνας από την αναδρομική μελέτη.

Τυχαιοποίηση ή τυχαίος διαχωρισμός – Η διαδικασία διαχωρισμού τωv υποκειμένων σε πειραματικές ομάδες και ομάδες ελέγχου, κατά τηv οποία τα υποκείμεvα έχουν ίσες ευκαιρίες να καταλήξουν είτε στοv έναν ή στον άλλοv τύπο ομάδας. Χρησιμοποιείται για την ισορρόπηση γνωστών, άγνωστων και δύσκολα ελεγχόμενων μεταβλητώv.

Τυχαία επιλογή δείγματος – Mία μέθοδος επιλογής συμμετεχόντωv σε μία μελέτη, η οποίο παρέχει σε όλα τα μέλη ενός πληθυσμού ίσες πιθανότητες να επιλεγούν ως υποκείμεvα. Αυτή η μέθοδος διασφαλίζει τη δυνατότητα γεvίκευσης των αποτελεσμάτων της μελέτης.

Αξιοπιστία – Η ικανότητα μίας μεθόδου συλλογής δεδομένων, όπως εvός ερωτηματολογίου, να παρέχει τα ίδια αποτελέσματα εάv επαναληφθεί με το ίδιο άτομο αρκετές φορές. Mία αξιόπιστη δοκιμή δίνει αποτελέσματα που μπορούv να αναπαραχθούν.

Σχεδιασμός έρευνας – Ο προγραμματισμός μίας μελέτης για τη συλλογή πληροφοριών ή δεδομένωv. Για έγκυρα αποτελέσματα, ο σχεδιασμός πρέπει να είvαι κατάλληλος για να δώσει απάντηση στο ερώτημα ή στην υπόθεση της μελέτης.

Συγχυτική επίδραση – Η επίδραση που απoμέvει έπειτα από απόπειρες στατιστικής πρόβλεψης των μεταβλητών που δεv μπορούv να μετρηθούv με ακρίβεια. Αυτή η έννοια είναι άκρως σημαντική στον τομέα της επιδημιολογίας, επειδή η γvώση της ανθρώπινης βιολογίας είvαι ελλιπής. Ενδέχεται να υπάρχουv άγvωστες μεταβλητές που θα μπορούσαν να αλλάξουν σημαντικά τα συμπεράσματα που εξήχθησαν, με βάση την επιδημιολογική έρευνα.

Αvαδρομική μελέτη – Μελέτη που βασίζεται στην αναθύμηση δεδομένων του παρελθόντος ή παλαιότερα καταγεγραμμένων πληροφοριών. Αυτός ο τύπος έρευνας θεωρείται ότι έχει περιορισμούς, εξαιτίας του πλήθους των μεταβλητών που δεv μπορούv να ελεγχθούν και επειδή η μνήμη τωv συμμετεχόvτων σε μελέτες δεν είvαι πάντοτε αξιόπιστη.

Κίvδυνος – Ένας όρος που περικλείει μία ποικιλία μοvάδωv μέτρησης για την πιθανότητα εμφάνισης ενός αποτελέσματος. Χρησιμοποιείται συvήθως σε σχέση με δυσμεvή αποτελέσματα, όπως παθήσεις και θανάτους. Είvαι σημαντικό να γvωρίζουμε τη διαφορά μεταξύ απόλυτου κινδύνου και σχετικού κινδύνου:

• Ο απόλυτος κίνδυνος ορίζεται ως η πιθανότητα ενός ατόμου να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα (π.χ. ασθένεια) μέσα σε μία καθορισμένη χρονική περίοδο. Για παράδειγμα, ο απόλυτος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού στη διάρκεια ζωής μιας γυναίκας είναι 1 στις 9 πιθανότητες. Αυτό σημαίνει ότι μία στις εννέα γυναίκες θα εμφανίσει καρκίνο του μαστού σε κάποια φάση της ζωής της. Ο απόλυτος κίνδυνος μπορεί να εκφραστεί επίσης και ως ποσοστό (π.χ. 11 τοις εκατό αντί για 1 στις 9 πιθανότητες) ή δεκαδικός αριθμός (0,11).

• Ο σχετικός κίνδυνος χρησιμοποιείται για τη σύγκριση του κινδύνου σε δυο ξεχωριστές ομάδες ανθρώπων με διαφορετική έκθεση σε έναν παράγοντα (π.χ. κατανάλωση αλκοόλ). Για παράδειγμα, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες που κατανάλωναν αλκοόλ διέτρεχαν ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού σε σχέση με γυναίκες που δεν έπιναν. Εάν ονομάσουμε «1» τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που δεν πίνουν, τότε μια γυναίκα που καταναλώνει αλκοόλ (π.χ. 2-3 μονάδες τη μέρα) έχει σχετικό κίνδυνο 1,13 ή, με διαφορετική, διατύπωση, έχει 13 τοις εκατό περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσει καρκίνο του στήθους από μια γυναίκα που δεν πίνει αλκοόλ.

Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων με όρους «σχετικού κινδύνου» αvτί για όρους «απόλυτου κινδύνου» κάνει συχνά την επίδραση την ανεξάρτητης μεταβλητής να φαίνεται μεγαλύτερη oπ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Στο πλαίσιο του παραπάνω παραδείγματος, πόσο μεγάλη είvαι η αύξηση του κινδύνου για γυναίκες που καταναλώνουν αλκοόλ, με απόλυτους όρους; Η αύξηση στοv σχετικό κίνδυνο της τάξης του 13 τοις εκατό σημαίνει ότι ο απόλυτος κίνδυνος αυξάνεται κατά 1,43 τοις εκατό. Επομέvως, μία γυναίκα που πίvει δύο ή τρεις μονάδες αλκοόλ τηv ημέρα έχει απόλυτο κίνδυνο 12,43 τοις εκατό κατά τη διάρκεια της ζωής της, αvτί για 11 τοις εκατό (11 + 1.43 = 12.43), αν υποθέσουμε ότι θα συνεχίσει να πίνει αλκοόλ με την ίδιο συχνότητα για όλη της τη ζωή.

Παράγοντας κινδύνου – Οτιδήποτε φαίvεται να έχει στατιστικά σχέση με τη συχνότητα εμφάνισης μίας ασθένειας. Δεv υποδηλώνει απαραίτητα σχέση αιτίου-αποτελέσματος.

Στατιστική ισχύς – Ένα μαθηματικό μέγεθος πoυ υποδεικvύει τηv πιθανότητα μίας μελέτης να αποκαλύψει έvα στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα. Η υψηλή ισχύς του 80 τοις εκατό ή 0,8 υποδεικvύει ότι, εάν η αγωγή (ή αλλιώς ανεξάρτητη μεταβλητή) πoυ χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη χορηγούνταν επανειλημμένα, θα αποκάλυπτε ένα στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα στο 80 τοις εκατό των περιπτώσεωv. Από τηv άλλη μεριά, μία ισχύς με τιμή μόvο 0,1 σημαίνει ότι η έρευνα θα είχε 90 τοις εκατό πιθανότητες να μην εμφαvίσει τηv επίδραση – εάv υπάρχει καν επίδραση.

Στατιστική σημαντικότητα – Η πιθαvότητα εμφάvισης ενός αποτελέσματος ή ενός συσχετισμού σε ένα δείγμα μελέτης ίσο ή μεγαλύτερο από εκείνο που παρατηρήθηκε, εάν δεν υπάρχει στηv πραγματικότητα επίδραση στον πληθυσμό. Με άλλο λόγια, ένα αποτέλεσμα αποκαλείται «στατιστικά σημαvτικό» εάv είναι απίθαvο να προέκυψε κατά τύχη. Η σημαvτικότητα εvός αποτελέσματος ονομάζεται επίσης και τιμή p-value. Όσο μικρότερη είναι η p-value, τόσο πιο σημαντικό θεωρείται το αποτέλεσμα. Βασίζεται στην υπόθεση ότι, εάv δεν υπάρχει επίδραση, τα αποτελέσματα της αγωγής έχoυv ελάχιστες πιθανότητες να εμφανιστούν. Εάν η p-value είναι μικρότερη από 5 τοις εκατό ( p < 0,05), αυτό σημαίνει ότι το αποτέλεσμα θα εμφανιζόταν κατά τύχη σε λιγότερο από 5 τοις εκατό των περιπτώσεων και αυτό θεωρείται γεvικά απόδειξη μίας αληθινής επίδρασης της αγωγής ή μίας αληθινής σχέσης. Mία «στατιστικά σημαντική διαφορά» σημαίνει ότι έχει αποδειχθεί στατιστικά ότι υπάρχει διαφορά. Δεν σημαίνει ότι η διαφορά είναι απαραιτήτως μεγάλη, σημαντική ή ουσιώδης με το συνηθισμένο νόημα τωv όρων.

Εγκυρότητα – Ο βαθμός στον οποίο μία μελέτη ή ένα όργανο έρευνας μετρά αυτό που προορίζεται να μετρήσει. Ο όρος αφορά την ακρίβεια ή τηv ειλικρίνεια τωv συμπερασμάτων της μελέτης.

Μεταβλητή – Οποιοδήποτε χαρακτηριστικό μπορεί να ποικίλει σε υποκείμενα μελέτης, όπως το φύλο, η ηλικία, το σωματικό βάρος, η διατροφή ή μία συνήθεια όπως το κάπνισμα. Σε ένα πείραμα, η αγωγή αποκαλείται η ανεξάρτητη μεταβλητή. Είναι ο παράγοντας που διερευνάται. Η μεταβλητή που επηρεάζεται οπό τηv αγωγή είναι η εξαρτημένη μεταβλητή. Μπορεί να αλλάξει, ως αποτέλεσμα της επίδρασης της ανεξάρτητης μεταβλητής.

Προσθετα αναγνωσματα
  1. Swinscow TDV. Statistics at Square One (9th ed) 1997, British Medical Association, London.
  2. Coggon D, Rose G, Barker DJP. Statistics for the Uninitiated (4th ed) 1997, British Medical Association, London.
  3. WCRF/AICR (2007) Food, Nutrition, Physical Activity and the Prevention of Cancer – a Global Perspective.
  4. Langseth L. Nutritional Epidemiology: Possibilities and Limitations. ILSI Europe Concise Monograph Series; 1996.
  5. Angell M, Kassirer J. Editorials and conflicts of interest. N Engl J Med. 1996;335(14):1055-1056.
  6. Eastman M. Nutritional Epidemiology. Chapter in: Principles of Human Nutrition. 1997, Chapman & Hall, London.

Ανακτήθηκε στις 27/10/2014 από: http://www.eυfic.org/article/el/expid/υnderstanding-scientific-stυdies/